αισάλων

αισάλων
(aesalon). Ονομασία αρπακτικού πτηνού που συγγενεύει με το γεράκι. Έχει ισχυρό ράμφος, κυρτό στην άκρη του και μακριές φτερούγες. Υπάρχουν δύο είδη α.: ο πετρίτης και ο περιστεροφάγος. Ο πρώτος ζει στην Ευρώπη και στη δυτική Ασία και ο δεύτερος στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Στην Ελλάδα ο α. είναι γνωστός κυρίως με την ονομασία τσιχλογέρακο.
* * *
(-ωνος), ο (Α αἰσάλων)
είδος μικρού γερακιού, γνωστού με την κοινή ονομασία νανογέρακας*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για θρακική λέξη, ενώ, κατά τον Kretschmer, η λ. προέρχεται από επίθ. αἴσαρος (= ιερός) κατά το σχήμα ἱέραξ-ἱερός
οπωσδήποτε, η σύνδεση τής λ. ἱέραξ με το επίθ. ἱερὸς δημιουργεί προβλήματα (το ἱέραξ ανάγεται σε τ. (F)ιερὸς «ταχύς, ορμητιτικός» κι όχι στο ἱερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αἰσάλων — merlin masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσάλωνα — αἰσάλων merlin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσάλωνι — αἰσάλων merlin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”